- ακατάστατος
- 1) brouillon2) désordonné3) instable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀκατάστατος — unstable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακατάστατος — η, ο (Α ἀκατάστατος, ον) 1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, που δεν είναι σταθερός, ο άστατος «ακατάστατος καιρός», «ἀκατάστατον πνεῡμα» (Δημοσθ. 383.7) «ἀκατάστατος πολιτεία» (Δίον. Αλ. 6, 74) 2. αυτός που δεν αφήνει ή δεν έχει αφήσει ακόμη ίζημα … Dictionary of Greek
ακατάστατος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει τάξη: Σ όλα του είναι ακατάστατος. 2. (για τον καιρό), ασταθής, αβέβαιος: Αυτές τις μέρες ο καιρός ήταν ακατάστατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκαταστάτως — ἀκατάστατος unstable adverbial ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκατάστατον — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc sg ἀκατάστατος unstable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοις — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτοισιν — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτου — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτους — ἀκατάστατος unstable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτων — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκαταστάτῳ — ἀκατάστατος unstable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)